- στιχαοιδός
- στῐχ-ᾰοιδός, ὁ,A one who sings verses, poet, APl.4.316 ([place name] Michaelius).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιχαοιδός — ὁ, Μ βλ. στιχῳδός … Dictionary of Greek
στιχαοιδόν — στιχαοιδός one who sings verses masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχωδός — ὁ, Α, και ασυναίρ.τ. στιχαοιδός Μ ποιητής που τραγουδάει στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + ἀοιδός (< ἀείδω). Ο τ. στιχῳδός εμφανίζει συνηρημ. μορφή β συνθετικού ῳδός (πρβλ. ῥαψ ῳδός)] … Dictionary of Greek